- φύρω
- Α1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ.β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.)2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.)3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ' οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.β. «ὄμμα δακρύοις πεφυρμένοι», Ξεν.)4. βάφω («ἱστίον... πεφυρμένον ἄνθεϊ πρίνου», Σιμων.)5. προκαλώ μεγάλη σύγχυση («φύρουσι δ' αὐτὰ θεοὶ πάλιν τε καὶ πρόσω ταραγμὸν ἐντιθέντες», Ευρ.)6. παθ. φύρομαια) ανακατεύομαι με άλλους, συναναστρέφομαιβ) κακολογώ, βρίζω7. φρ. α) «φύρομαι περί γαστέρος ὁρμήν» — κυλιέμαι στις επιθυμίες τής κοιλιάς μου, σκέπτομαι μόνο τί θα φάω (Οππ.)β) «φύρω ἐν ταῑς ὁμιλίαις» — μιλώ απρόσεχτα και συγκεχυμένα (Μάρκ. Αυρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. φύρω, κατά μία άποψη, μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *bher-w- «αναβράζω, κινούμαι ορμητικά, έντονα» (βλ. λ. φρέαρ) και να συνδεθεί με τα: λατ. ferveo «βράζω», fermentum «ζύμη, ζύμωμα» (πρβλ. γαλλ. ferment «προζύμι»), αρχ. αγγλ. beorma «προζύμι», γερμ. Barme «ζύμη». Προβλήματα γεννά, ωστόσο, το δυσερμήνευτο -ῠ- τού ρ. φῡρω (< *φῠρ-jω, με επένθεση τού -j-), το οποίο, κατά μία άποψη, έχει προέλθει από την αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- τής συνεσταλμένης βαθμίδας ως -υρ- (πρβλ. φύλλον < ρίζα *bhel-). Η σύνδεση, εξάλλου, τού ρ. φύρω με το αρχ. ινδ. bhurati «ταράζομαι» που έχει υποστηριχθεί από ορισμένους μελετητές (βλ. και λ. πορφύρω) δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, όπως άλλωστε και η σύνδεση με την ιλλυρικής προέλευσης ονομ. Βούρινα, μιας πηγής στην Κω. Από το ρ φύρω, τέλος, έχει προέλθει με επιτατικό αναδιπλασιασμό ο τ. πορ-φύρω* (πρβλ. μορ-μύρω*: μύρομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.